- Λιβυφοίνιξ
- Λιβυφοῑνιξ, -ικος, ὁ (Α)ο Φοίνικας ο εγκατεστημένος στη Λιβύη, ο Καρχηδόνιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + Φοῖνιξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λιβυφοῖνιξ — Liby Phoenician masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυφοινίκων — Λιβυφοῖνιξ Liby Phoenician masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυφοίνικες — Λιβυφοῖνιξ Liby Phoenician masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)